Λέξη: σωματειακός
Συνώνυμα: σωματειακός
συσσωματωμένος, ηνωμένος, εταιρικός, συλλογικός, συνεταιρικός
Μεταφράσεις: σωματειακός
σωματειακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
union, somateiakos
σωματειακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sindicato, unión, somateiakos
σωματειακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einigkeit, vereinigung, gewerkschaft, verein, somateiakos
σωματειακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fusion, combinaison, conjonction, fédération, raccordement, mariage, couplage, raccord, liaison, unification, syndicat, alliance, association, lien, fusionnement, ligue, somateiakos
σωματειακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sindacato, associazione, unione, lega, somateiakos
σωματειακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
união, involuntário, somateiakos
σωματειακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
unie, eendracht, bond, vereniging, verbond, somateiakos
σωματειακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ниппель, союз, объединение, единение, сочетание, федерация, согласие, единство, соединение, штуцер, уния, муфта, somateiakos
σωματειακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forening, forbindelse, somateiakos
σωματειακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förening, förbund, somateiakos
σωματειακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammattiyhdistys, liitto, pohjoisvaltioiden, yhteenliittyminen, yhdistys, liittymä, liittovaltio, somateiakos
σωματειακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forening, union, sammenslutning, somateiakos
σωματειακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svaz, spojování, spojení, odbory, federace, sdružení, sjednocení, jednota, shoda, konfederace, svornost, svazek, somateiakos
σωματειακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
połączenie, zjednoczenie, złącze, unia, związek, suma, somateiakos
σωματειακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egybekelés, unió, egybeolvadás, somateiakos
σωματειακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birlik, somateiakos
σωματειακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згода, союз, штуцер, з'єднання, поєднування, somateiakos
σωματειακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
martesa, bashkim, somateiakos
σωματειακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брак, somateiakos
σωματειακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
щлюб, somateiakos
σωματειακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liit, ühendus, ühend, somateiakos
σωματειακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nezgodan, odvratan, neprivlačan, somateiakos
σωματειακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bandaleg, somateiakos
σωματειακός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
congregatio
σωματειακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santuoka, vedybinis, sąjunga, somateiakos
σωματειακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laulība, savienība, somateiakos
σωματειακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брак, парење, somateiakos
σωματειακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sindicat, unire, somateiakos
σωματειακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odbor, shoda, zveza, somateiakos
σωματειακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odbor, somateiakos