Λέξη: απαλός
Σχετικές λέξεις: απαλός
απαλός αλεξανδρούπολη, απαλός συνωνυμα, απαλός έβρου, απαλός αλεξανδρούπολης, απαλός συνώνυμα
Συνώνυμα: απαλός
μαλακός, ευγενής, ήπιος, πράος, ελαφρός, λεπτός, αβρός, ευαίσθητος, φίνος, ευπαθής
Μεταφράσεις: απαλός
απαλός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gentle, silky, soft, delicate, fluffy
απαλός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sedoso, benigno, blando, suave, dulce, sedeño, sosegado, manso, blanda, suaves, blandos
απαλός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seidenartig, sanft, zahm, sanftmütig, seidig, seiden, aristokratisch, leise, mild, weich, weichen, weiche
απαλός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paisible, prévenant, fin, placide, mou, soyeux, clément, doux, amène, délicat, amiable, tendre, subtil, aimable, tempéré, douce, souple, molle
απαλός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lieve, serico, soave, morbido, molle, morbida, soffice, dolce
απαλός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suave, brando, doce, delicado, meigo, ameno, macio, macia, mole, moles
απαλός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zachtzinnig, liefelijk, zoel, zacht, mild, zoet, zachtmoedig, zachtaardig, zachte, soft, een zachte
απαλός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шелковый, спокойный, кроткий, бархатистый, добродушный, вкрадчивый, покладистый, незлобивый, хрупкий, тихий, нежный, мирный, мягкий, добрый, мягкой, мягкая, мягкие, мягким
απαλός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blid, søt, myk, soft, myke, mykt, bløt
απαλός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mjuk, blid, mjukt, mjuka, soft
απαλός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lempeä, makea, leppeä, hento, sopuisa, hellä, vieno, pehmeä, pehmeällä, pehmeää, pehmeän, pehmeät
απαλός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mild, sød, blød, bløde, blødt, soft
απαλός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jemný, hebký, mírný, něžný, laskavý, povlovný, hedvábný, měkký, měkké, měkká, měkkých, měkkého
απαλός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cichy, atłasowy, jedwabisty, szlachetny, delikatny, miły, łagodny, jedwabny, miękki, miękkie, miękka
απαλός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
enyhe, szelíd, lágy, puha, soft, szoftver
απαλός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafif, ipekli, yumuşak, yumuşak bir, seçenek, yazılım
απαλός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шовковистий, украдливий, добрий, ніжний, м'який, лагідний, бархатистий, облагородьте, мягкий, м'яке, м'яка
απαλός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
butë, e butë, të butë, buta, të buta
απαλός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мек, мека, меки, меко, меката
απαλός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяккі, мяккае, мяккая
απαλός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahustama, leebe, siidine, lauge, pehme, pehmete, pehmed, pehmet, pehmest
απαλός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nježan, pristojan, svilen, mekan, mekana, mekani, meka, meko
απαλός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mjúkur, mjúk, mjúkt, mjúka, mjúkum
απαλός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mollis, mitis, lenis, placidus
απαλός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
minkštas, minkšta, minkštos, minkšti, minkštųjų
απαλός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīksts, mīksta, soft, mīkstu, mīksto
απαλός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мека, меко, меки, безалкохолни, мек
απαλός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moale, moi, puternic, slab
απαλός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soft, mehka, mehki, mehko, mehak
απαλός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hebký, mierny, jemný, mäkký, mäkkú, mäkká, mäkké
Τυχαίες λέξεις