Λέξη: προσχώρηση
Σχετικές λέξεις: προσχώρηση
προσχώρηση λεξικο, προσχώρηση της εε στην εσδα, προσχώρηση εε στην εσδα, προσχώρηση πρόταση, προσχώρηση wiki, προσχώρηση ετυμολογία, προσχώρηση κροατίας στην εε, προσχώρηση συνώνυμο, προσχώρηση λιακόπουλου στους ανεξάρτητους έλληνες, προσχώρηση ορισμός
Συνώνυμα: προσχώρηση
πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, φθάσιμο
Μεταφράσεις: προσχώρηση
προσχώρηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accession, membership, accession to, accession of
προσχώρηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acceso, advenimiento, adhesión, la adhesión, de adhesión, adhesión de
προσχώρηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
antritt, zuwachs, Beitritt, Beitritts, Führungs, den Beitritt
προσχώρηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inscription, augmentation, adhésion, accession, accroissement, présentation, avènement, accès, abord, l'adhésion, d'adhésion
προσχώρηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessione, adesione, all'adesione, dell'adesione, l'adesione
προσχώρηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
προσχώρηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prooi, vermeerdering, buit, aanwinst, toetreding, de toetreding, toetreding van, de toetreding van, toetredingsvoorwaarden
προσχώρηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приложение, пополнение, усугубление, прибавка, воцарение, вступление, прирост, прибавление, восшествие, приумножение, приращение, увеличение, присоединение, присоединении, присоединения, вступления
προσχώρηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilgang, tiltredelse, tiltredelses, inntreden, tiltredelsen, tiltredelsesdokument
προσχώρηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anslutning, anslutningen, anslutnings, en anslutning
προσχώρηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittyminen, liittymistä, liittymisen, liittymisestä, liittymiseen
προσχώρηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltrædelse, tiltrædelsen, tiltrædelse af, tiltraedelse, optagelse
προσχώρηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nastoupení, nástup, přístup, přistoupení, vstoupení, vstup, přístupové
προσχώρηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przystąpienie, objęcie, dojście, wstąpienie, akces, przejęcie, akcesja, dostęp, przystąpienia, akcesji, przystąpieniu
προσχώρηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzeményezés, csatlakozás, csatlakozása, csatlakozási, csatlakozást, csatlakozásának
προσχώρηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katılım, üyelik, üyeliği, katılımı
προσχώρηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додаток, збільшення, приріст, вступ, набуття, набрання, вступу
προσχώρηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aderim, hyrje, pranimi, aderimit, anëtarësimi, aderimi
προσχώρηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
достъп, присъединяване, присъединяването, присъединяването на, присъединяване към
προσχώρηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўступленне, уступленне, ўступ, ўступленьне, уступ
προσχώρηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastuvõtmine, lisandus, ametisseasumine, ühinemine, ühinemise, ühinemist, ühinemiseks, ühinemisega
προσχώρηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvajanje, Ulazak, pristupanje, pristupanja, pristupni, pristupanju
προσχώρηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðild, inngöngu, aðild til vörslu, aðildarskjal
προσχώρηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisijungimas, narystei, prisijungimo, stojimo, įstojimas
προσχώρηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievienošanās, pievienošanos, iestāšanās, pirmspievienošanās, pievienošanās dokumentu
προσχώρηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пристапување, пристапувањето, за пристапување, пристапните, пристапување во
προσχώρηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adaos, acces, aderare, aderării, aderarea, de aderare
προσχώρηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pristop, pristopu, pristopa, pristopom, pristopni
προσχώρηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prístup, prístupu
Τυχαίες λέξεις