Röhitsema στα ελληνικά

Μετάφραση: röhitsema, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέψιμο, βρίζω, ρευτούν, ρέει η, belch
Röhitsema στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaasalööja στα ελληνικά - τσιράκι, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
  • kaugem στα ελληνικά - περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
  • kirev στα ελληνικά - ανακατεμένος, ετερογενής, ποικιλόχρωμος, διαφοροποιημένα, διαφοροποιημένο, τα διαφοροποιημένα, ποικιλοποιημένο
  • mehine στα ελληνικά - ανδροπρεπής, γενναίος, αντρικά, ανδρική, manly
Τυχαίες λέξεις
Röhitsema στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέψιμο, βρίζω, ρευτούν, ρέει η, belch