Λέξη: συνοψίζω

Σχετικές λέξεις: συνοψίζω

συνοψίζω english, συνοψίζω στα αγγλικά, συνοψιζω συνώνυμο

Συνώνυμα: συνοψίζω

χωνεύω, αθροίζω, ανακεφαλαιώνω, πυκνώνω, συμπυκνώνω, πινακοποιώ, κατατάσσω εις πίνακα

Μεταφράσεις: συνοψίζω

συνοψίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
condense, tabulate, summarize, brief, epitomize

συνοψίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
condensar, tabular, tabular los, tabulación, tabulará, tabule

συνοψίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tabellarisieren, tabellieren, tabulate, tabellarisch, tabu

συνοψίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condenser, tasser, liquéfier, concentrer, condensez, cailler, comprimer, condensons, condensent, tabuler, classifier, compiler, totaliser, sous forme de tableau

συνοψίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disporre in tabelle, tabulare, catalogare, tabulate, tabulare i

συνοψίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condensar, tabular, tabulate, tabulação, tabulam, tabular os

συνοψίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rangschikken in tabellen, tabelleren, tabulate, tabelleer, tabelvorm

συνοψίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сгустить, уплотнить, сократить, сгущать, сокращать, уплотнять, табулировать, табулирования, табулирование, свести в таблицу, табличной форме

συνοψίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tabulere, Tabuleringene, tabu, tabellarisk oppstilling, å tabulere

συνοψίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kondensera, tabu, tabulate, tabulera, tabellform, i tabellform

συνοψίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tiivistyä, taulukoida, tabulate

συνοψίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tabulate, tabulere

συνοψίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koncentrovat, soustředit, zkapalnit, zhušťovat, stlačit, kondenzovat, zhustit, srážet, tabelovat, zploštit, sestavit do tabulky, zarovnat

συνοψίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgęszczać, skraplać, kondensować, skondensować, skroplić, zagęszczać, spłaszczyć, tabularyzować, tworzyć tabele, tabulate, Tabulata

συνοψίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csoportosít, táblázatba, foglald táblázatba, lapos, táblázatba foglal

συνοψίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çizelgeye geçirmek, tablolaştırıyoruz, çizelgeye, tabulate, çizelgelemek

συνοψίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згущати, конденсуйтеся, скоротити, стиснутий, табулювати

συνοψίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rrafshët, rrafshët, nxjerrjen, tabelimin e, tabelimin

συνοψίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
придавам плоска повърхност на, придавам плоска повърхност, придавам плоска, се изчислят, изчислят резул-

συνοψίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
табулировать

συνοψίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kondenseeruma, kondenseerima, tabuleerima, tabeldama, Tabeleid, tabelina, tabulaadid

συνοψίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zgusnuti, urediti u vidu tablice, tabelirati, tabelira, sastaviti spis

συνοψίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tabulate

συνοψίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tabuliuoti, plokštelinis, lentelinis, Tabularyzować, lentelės

συνοψίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plakans, sakārtot tabulās, plaknes veida

συνοψίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
список, табелирање, состави список, список од, табелираат

συνοψίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cataloga, totalizează, netezi, clasifica

συνοψίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Tabelirati, tabeliranje

συνοψίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kondenzovať, tabelovat
Τυχαίες λέξεις