Rool στα ελληνικά

Μετάφραση: rool, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηδάλιο, δοιάκι, τροχός, ρόδα, τροχού, τροχό, τροχών
Rool στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elajalikult στα ελληνικά - βάναυσα, άγρια, βίαια, βίαιη, κτηνωδώς
  • esindav στα ελληνικά - παραστατικός, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπροσωπούν, που εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύουν, ...
  • kisk στα ελληνικά - ακίδα, δοντιού, δόντι, barb, ακίδιο
  • koordineerima στα ελληνικά - συντεταγμένη, συντονίζει, συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει
Τυχαίες λέξεις
Rool στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηδάλιο, δοιάκι, τροχός, ρόδα, τροχού, τροχό, τροχών