Πηδάλιο στα εσθονικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rool, roolipinn, rooliratas, tüür, rooli, roolipalleri, pöördetüüri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας εσθονικά, πηδάλιο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα εσθονικά - käima, minema, proov, o, minna, Otsi, lähe, ...
- πηγούνι στα εσθονικά - lõug, lõua, lõual, chin, lõuga
- πηδώ στα εσθονικά - hüpe, hüppama, kargama, hüpata, hüppa, hüppavad, liikuda
- πηνίο στα εσθονικά - kerima, keerd, pool, spool, pooli, liugurklapi, poolilt
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rool, roolipinn, rooliratas, tüür, rooli, roolipalleri, pöördetüüri
Μεταφράσεις: rool, roolipinn, rooliratas, tüür, rooli, roolipalleri, pöördetüüri