Söakalt στα ελληνικά

Μετάφραση: söakalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχείρημα, θαρραλέα, θάρρος, με θάρρος, γενναιότητα, με σθένος
Söakalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • klammerduma στα ελληνικά - σφίγγω, συνδέομαι, προσκολλώμαι, προσφυόμενου, προσφυόμενον, προσκολλώνται
  • koolikott στα ελληνικά - σχολική τσάντα, σάκα, τσάντα, satchel, η σχολική τσάντα
Τυχαίες λέξεις
Söakalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχείρημα, θαρραλέα, θάρρος, με θάρρος, γενναιότητα, με σθένος