Sügavalt στα ελληνικά
Μετάφραση: sügavalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθιά, βαθύτατα, βαθειά, βάθος, τη βαθιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- linnaelanik στα ελληνικά - αστός, κάτοικος της πόλης
- mõistuspärane στα ελληνικά - λογικός, ορθολογική, ορθολογικής, ορθολογικό, την ορθολογική
- mõnitama στα ελληνικά - λοιδορώ, λοιδορία, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
- neitsilik στα ελληνικά - πρωτόγονος, παρθένος, παρθένα, παρθενικός, παρθενική, παρθενικής, virginal, ...
Τυχαίες λέξεις
Sügavalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθιά, βαθύτατα, βαθειά, βάθος, τη βαθιά
Μεταφράσεις: βαθιά, βαθύτατα, βαθειά, βάθος, τη βαθιά