Διέγερση στα αγγλικά
Μετάφραση: διέγερση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excitement, stimulation, excitation, stimulating, induction, stimulation of
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διέγερση
stimulation
- διέγερση
Σχετικές λέξεις: διέγερση
διέγερση ατόμου, διέγερση ηλεκτρονίου, διέγερση ωοθηκών, διέγερση ατόμων, διέγερση του ατόμου, διέγερση λεξικό γλώσσας αγγλικά, διέγερση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διάχυση στα αγγλικά - effusion, diffusion, dissemination, diffusion of, dispersion, disseminate
- διάψευση στα αγγλικά - refutation, rebuttal, denial, contradiction, defeat
- διένεξη στα αγγλικά - dispute, conflict, conflicting, the conflict, a conflict
- διέξοδος στα αγγλικά - outlet, vent, way out, recourse, way
Τυχαίες λέξεις
Διέγερση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: excitement, stimulation, excitation, stimulating, induction, stimulation of
Μεταφράσεις: excitement, stimulation, excitation, stimulating, induction, stimulation of