Tüütama στα ελληνικά
Μετάφραση: tüütama, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλούμαι, τριβελίζω, ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλήσει, ενοχλούν, ενοχλήσει τους, ενοχλούν τους, να ενοχλήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elanik στα ελληνικά - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- könt στα ελληνικά - κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
- müsteerium στα ελληνικά - αίνιγμα, γρίφος, μυστήριο, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που
Τυχαίες λέξεις
Tüütama στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλούμαι, τριβελίζω, ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλήσει, ενοχλούν, ενοχλήσει τους, ενοχλούν τους, να ενοχλήσει
Μεταφράσεις: ενοχλούμαι, τριβελίζω, ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλήσει, ενοχλούν, ενοχλήσει τους, ενοχλούν τους, να ενοχλήσει