Tehnoloogia στα ελληνικά

Μετάφραση: tehnoloogia, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία
Tehnoloogia στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • erudeeritud στα ελληνικά - λόγιος, πολυμαθής, περισπούδαστου, λόγιου, εμβριθής, πολυμαθείς
  • hämming στα ελληνικά - εμβροντησία, σύγχυση, αμηχανία, απορίας, απορία, bewilderment
  • kahesidemeline στα ελληνικά - κλίνω, διπλή γραμμή, διπλή σειρά, γραμμή διπλού, διπλού σωλήνα, διπλό σωλήνα
  • maaler στα ελληνικά - βαφέας, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Tehnoloogia στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία