Traditsiooniliselt στα ελληνικά
Μετάφραση: traditsiooniliselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδοσιακά, παράδοση, κατά παράδοση, παραδοσιακό, παραδόσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avaldaja στα ελληνικά - αιτών, εκδότης, εκδότη, εκδοτών, τον εκδότη, του εκδότη
- gospel στα ελληνικά - ευαγγέλιο, Ευαγγέλιο, Ευαγγελίου, το ευαγγέλιο, Gospel, του Ευαγγελίου
- libe στα ελληνικά - γλιστερός, κηλίδα, ολισθηρός, ολισθηρό, ολισθηρές, ολισθηρά
- liikumine στα ελληνικά - κίνηση, κίνημα, αναδεύω, κινούμαι, πρόταση, ανακατεύω, κινώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Traditsiooniliselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδοσιακά, παράδοση, κατά παράδοση, παραδοσιακό, παραδόσεως
Μεταφράσεις: παραδοσιακά, παράδοση, κατά παράδοση, παραδοσιακό, παραδόσεως