Λέξη: πόδι

Σχετικές λέξεις: πόδι

πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι διαβητικού, πόδι της χήνας, πόδι του αθλητή, πόδι καμήλας, πόδι ανατομία

Συνώνυμα: πόδι

σκέλος, κνήμη, γάμπα, πρόποδες, πους, βάση, άκρο

Μεταφράσεις: πόδι

πόδι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foot, leg, stands, paw, the foot

πόδι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pierna, pata, pie, etapa, la pierna, piernas, las piernas

πόδι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußliek, braten, basis, bein, fußvolk, keule, prothese, zweig, fuß, infanterie, programmzweig, Bein, Schenkel

πόδι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patte, dessous, pédestre, branche, jambe, pied, étape, gigue, infanterie, fond, bras, bas, base, la jambe, jambes

πόδι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zampa, base, piede, gamba, tappa, la gamba, coscia, leg

πόδι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vão, perna, infantaria, pé, esquerdo, pernas, da perna, perna de

πόδι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
infanterie, onderbeen, been, poot, voet, voetvolk, benen, leg, etappe

πόδι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
катет, нога, лапа, бедро, ножка, линейка, сошник, голень, подошва, след, штатив, расшаркивание, протез, ступня, фут, стопа, ноги, ногу, ног

πόδι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etappe, fot, ben, bein, leg, beinet, benet

πόδι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ben, fot, benet, benen, etappen

πόδι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyvi, sääri, terä, koipi, jalkaterä, jalka, alaosa, sukanvarsi, saappaanvarsi, haara, varsi, jalan, jalkojen, leg, haaran

πόδι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pote, ben, fod, benet, benene, leg

πόδι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
základ, noha, etapa, podklad, patka, úpatí, podstavec, základna, chodidlo, rameno, pata, nohu, nožka, stehno

πόδι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dół, noga, spód, udziec, stopa, nóżka, nogawica, lęg, kończyna, odnoga, gałąź, łapa, cholewa, nogawka, etap, nogi, nóg

πόδι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befogó, nadrágszár, harisnyaszár, mellékvonal, versláb, csaló, állvány, gyalogság, lábfej, láb, lábát, lába, lábat, lábszár

πόδι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bacak, ayak, ayağı, bacağı

πόδι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лівша, ступня, фут, нога, людина, підніжжя, сошник, слід, ногу

πόδι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbë, këmbën, këmbën e, këmbë të, këmba

πόδι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пехота, нога, крак, крака, на крака, кракът

πόδι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
на, не, нага, нога

πόδι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalg, jalam, maksma, jala, jalga, jalgade, jalaga

πόδι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
noga, dio, stopa, dionica, podnožju, pješačiti, stopalo, nogu, leg, krak, nozi

πόδι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fótleggur, fótur, leggur, fótinn, fæti, fótum, fótleggjum

πόδι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pes, crus

πόδι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
letena, koja, pėda, kojų, kojos, leg, koją

πόδι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēda, kāja, kājnieki, kāju, kājas, posms, kājās

πόδι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пешадија, ногата, нога, нозете, на ногата, на нозете

πόδι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
picior, infanterie, piciorul, piciorului, picioare, picioarelor

πόδι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úpatí, noga, stopalo, leg, noge, nog, nogo

πόδι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chodidlo, noha, nohy, nohu

Στατιστικά δημοτικότητας: πόδι

Τυχαίες λέξεις