Λέξη: διαρκείας

Σχετικές λέξεις: διαρκείας

διαρκείας αεκ, διαρκείας παναθηναικου, διαρκείας παναθηναικού 2014, διαρκείας ολυμπιακού, διαρκείας παο, διαρκείας παοκ 2012, διαρκείας παναθηναικού τιμές, διαρκείας ολυμπιακού 2013, διαρκείας αεκ 2013, διαρκείας παοκ

Μεταφράσεις: διαρκείας

διαρκείας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lasting, season, term, duration

διαρκείας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constante, permanente, temporada, estación, temporada de, la temporada, campaña

διαρκείας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhaltend, bleibend, haltbar, dauerhaft, Saison, Jahreszeit, Zeit

διαρκείας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
durable, continu, perpétuel, constant, permanent, saison, la saison, saison de, saison des, campagne

διαρκείας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stagione, Molto, stagione di, la stagione, periodo

διαρκείας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
constante, contínuo, ininterrupto, permanente, duradouro, temporada, estação, época, temporada de, época de

διαρκείας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestendig, aanhoudend, constant, duurzaam, gedurig, vast, gestadig, blijvend, gestaag, onafgebroken, voortdurend, seizoen, het seizoen, hoog, geëindigd seizoen, van het seizoen

διαρκείας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжительный, прочный, крепкий, забористый, долговечный, вечный, постоянный, длительный, затянувшийся, сезон, сезоне, сезона, время года, время

διαρκείας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fast, årstid, sesong, sesongen, season

διαρκείας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstant, säsong, säsongen, serien

διαρκείας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pysyvä, ainainen, kestävä, ikuinen, riittoisa, kausi, kauden, kaudella, season, vuodenaika

διαρκείας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
årstid, sæson, sæsonen, grundspillet

διαρκείας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stálý, trvalý, sezóna, období, sezóny, sezóně, sezónu

διαρκείας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezmienny, trwały, sezon, pora, pora roku, sezonie, sezonu

διαρκείας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban

διαρκείας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dayanıklı, sezon, Bu sezon, şampiyonu sezon, sezonu

διαρκείας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сезон

διαρκείας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sezon, sezonin, sezonin e, Sezoni, Sezoni i

διαρκείας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сезон, сезона, период, на сезона

διαρκείας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сезон, сэзон

διαρκείας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hooaeg, hooajal, hooaja, hooaega, hooajaks

διαρκείας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trajnoga, dug, trajan, postojan, trajanju, sezona, sezone, sezonu, sezoni, Preuzeto

διαρκείας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árstíð, Tímabil, tímabili, Season, skipti

διαρκείας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolatinis, pastovus, sezonas, sezoną, sezono, sezono metu, sezonui

διαρκείας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ilgstošs, sezona, sezonā, sezonas, sezonu, gadalaiks

διαρκείας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сезона, сезоната, дел од сезоната

διαρκείας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
durabil, sezon, sezonul, anotimp, sezon de, sezonul de

διαρκείας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sezona, sezono, sezone, sezoni, KiB

διαρκείας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trvalý, sezóna, sezóne

Στατιστικά δημοτικότητας: διαρκείας

Τυχαίες λέξεις