Tugevalt στα ελληνικά

Μετάφραση: tugevalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφικτά, σταθερά, ακράδαντα, δυνατά, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά
Tugevalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asüül στα ελληνικά - ασυλία, άσυλο, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
  • häirima στα ελληνικά - παρεμβαίνω, επεμβαίνω, παρενοχλώ, ενοχλώ, διαταράσσω, διαταράσσουν, διαταράξει, ...
  • krimpsutama στα ελληνικά - ζαρώνω, ζάρα, pucker, πτυχή, ζάρωμα, σούφρωμα
  • liigutav στα ελληνικά - συγκινητικός, ευφραδής, εύγλωττος, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, επαφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Tugevalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφικτά, σταθερά, ακράδαντα, δυνατά, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά