Λέξη: εντοιχισμένος

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα

Μεταφράσεις: εντοιχισμένος

εντοιχισμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fitted, flush-mounted, a built, built into the wall, has a built

εντοιχισμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
de empotrar

εντοιχισμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zugeschnitten, Unterputz, versenktes

εντοιχισμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
monté, ajusté, apte, encastré, encastrée, eNCASTrABLeS, affleurants, encastrés

εντοιχισμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incasso, DA INCASSO, montato e integrato, ad incasso, Installazione da incasso

εντοιχισμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embutir, de embutir, encastrado, encastrar, de encastrar

εντοιχισμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
Inbouw-, Inbouwradio, inbouwbekabeling, Inbouwluidsprekers

εντοιχισμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приспособленный, встроенный, Заглубленное, заподлицо, скрытого монтажа, для скрытого монтажа

εντοιχισμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innfelt, innfelte, den innfelte, for innbygning, innbygging

εντοιχισμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
infälld, infällda, Inbyggnads, för inbyggnad, infällt montage

εντοιχισμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kävi, uppoasennettuna, uppoasennettavaan, Uppoasennettu, Uppoasennetun, uppoasennettavan

εντοιχισμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indbygning, Indbygget, planforsænket, planforsænkede, Det flushmonterede

εντοιχισμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodný, Zapuštěný, pod omítku, omítku, zapuštěnou montáž, zapuštěná montáž

εντοιχισμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdolny, podtynkowej, podtynkowego, podtynkowych, podtynkowy, podtynkowe

εντοιχισμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
süllyesztett

εντοιχισμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
-

εντοιχισμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідають, пристосований, прилаштований, заглиблене, заглиблених, Заглубленная, заглибленою, заглубленного

εντοιχισμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turret, skuqur, të turret, i skuqur, të skuqur

εντοιχισμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вграждане, Монтиране наравно с повърхността, идеално вградени, за вграждане, и идеално вградени

εντοιχισμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заглыблены, заглыбленых, заглыбленай, заглыбленыя, заглыбленне

εντοιχισμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sobitatud, kohaldatud, süvipaigaldus, Seina sisse paigaldatav, süvispaigaldusega

εντοιχισμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
montiran, postavljen, montirati, ugradnje istog

εντοιχισμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innfelldu, innfelldri, Innfelld, innfellda, innfelldar

εντοιχισμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įleistiniai, + Įleistiniai

εντοιχισμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zemapmetuma, + Zemapmetuma, ierīkošanai zem apmetuma, slēpta montāža

εντοιχισμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тесно поставени

εντοιχισμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spălați, spăla, deversa, clătiți, va deversa

εντοιχισμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izpirajte, odplakniti, sperite, izperite, flush

εντοιχισμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zapustený, vložený alebo integrovaný, Zapustená, Zapuste-, Stlačený
Τυχαίες λέξεις