Turske στα ελληνικά
Μετάφραση: turske, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκώδης, εύσωμος, γερός, τραχύς, θαρραλέος, βραχνός, βαρύς, πεπλατυσμένος, ογκώδες, chunky, κοντόχοντρα, κοντόχοντρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kautsjon στα ελληνικά - δεσμός, συνδέω, συγκολλώ, εγγύηση, διάσωσης, διάσωση, bail, ...
- kostümeerija στα ελληνικά - μπουφές, κομμό, έπιπλο, dresser, συρταριέρα
- kõle στα ελληνικά - ανεμοδαρμένος, γυμνός, ζοφερή, ζοφερό, δυσοίωνες, δυσοίωνο, δυσοίωνη
Τυχαίες λέξεις
Turske στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκώδης, εύσωμος, γερός, τραχύς, θαρραλέος, βραχνός, βαρύς, πεπλατυσμένος, ογκώδες, chunky, κοντόχοντρα, κοντόχοντρο
Μεταφράσεις: σαρκώδης, εύσωμος, γερός, τραχύς, θαρραλέος, βραχνός, βαρύς, πεπλατυσμένος, ογκώδες, chunky, κοντόχοντρα, κοντόχοντρο