Vool στα ελληνικά
Μετάφραση: vool, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, ροή, τωρινός, ρέω, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
Μεταφράσεις
- kohkumus στα ελληνικά - κατατρομάζω, τρόμος, ανησυχία, άγχος, σκιάχτρο, τρομάρα, φόβος, ...
- kunstipärasus στα ελληνικά - καλλιτεχνία, τέχνη, μεράκι, καλλιτεχνίας, καλλιτεχνική
- lõputult στα ελληνικά - ατέλειωτα, ασταμάτητα, ατελείωτα, διαρκώς, ατέρμονα
- nagunii στα ελληνικά - πάντως, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, κι αλλιώς
Τυχαίες λέξεις
Vool στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, ροή, τωρινός, ρέω, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
Μεταφράσεις: ρεύμα, ροή, τωρινός, ρέω, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει