Λέξη: θερινός
Σχετικές λέξεις: θερινός
θερινός κινηματογράφος καρδίτσας, θερινός παιδότοπος χανθ, θερινός κινηματογράφος θεσσαλονίκη, θερινός κινηματογράφος φλοίσβου, θερινός κινηματογράφος θησείο, θερινός πολτός, θερινός κινηματογράφος κωνστάντια, θερινός κινηματογράφος πετρούπολης, θερινός κινηματογράφος, θερινός πολτός triona
Συνώνυμα: θερινός
καλοκαιρινός
Μεταφράσεις: θερινός
θερινός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
summer, summery, summer time, a summer
θερινός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verano, estival, veraniego, veraniega, de verano, summery
θερινός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sommer, sommerzeit, sommerlich, sommerlichen, sommerliche, summery, sommerliches
θερινός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estival, sommaire, été, résumé, abrégé, d'été, estivale, estivales, summery
θερινός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estivo, estate, estiva, summery, estivi, estive
θερινός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verão, sumário, estival, de verão, summery, veraniego
θερινός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zomer, zomers, zomerse, summery
θερινός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекладина, летний, солнцестояние, немолодой, пожилой, лето, летняя, летнее, летнему
θερινός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sommer, Somme, Sommerlig, sommerlige, oppsummering
θερινός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sommar, somrig, summery, somriga, somrigt
θερινός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suvi, kesä, kesäinen, kesäisen, kesäistä, kesäisiä, kesäisestä
θερινός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sommer, sommerlig, sommerlige, kortfattede, sommerligt, summery
θερινός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
letní, léto
θερινός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lato, letni, letniskowy, letnisko, letnie, summery
θερινός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyárias, nyári, summery, nyáriasabbak, az időszakról
θερινός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yazlık, yaza, summery, tam yazlık
θερινός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поперечина, літній, літо, розквіту, річний, річного
θερινός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
verë, vera, veror, Përmbledhja, Përmbledhja e
θερινός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лято, лети, летен, лятно, резюме, лятна
θερινός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лета, гадовы, летні
θερινός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suvi, suvine, suvise, suvist, suviste, suviselt
θερινός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljetovati, ljetnim, ljetni, ljeto, ljeta, ljetno, sažetak, summery
θερινός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
summery
θερινός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
æstas
θερινός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vasara, Vasariniai, Summery, vasariško, Vasaros metu, Vasarinis
θερινός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vasara, vasaru, summery, vasarīgs, vasarīgu
θερινός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лето, резиме, летна
θερινός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
var, vară, estival, de vara, summery, estivala, estivală
θερινός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
letní, poletje, léto, poletno, poletni, summery
θερινός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
letní, leto, letné, letný, letná, letnej, letnú