Λέξη: μεσάζων
Σχετικές λέξεις: μεσάζων
ο μεσάζων, μεσάζων στα αγγλικα
Συνώνυμα: μεσάζων
μεσολαβητής, ενδιάμεσα χέρια
Μεταφράσεις: μεσάζων
μεσάζων στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intermediary, middleman, an intermediary, agent, broker
μεσάζων στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intermediario, acomodador, mediador, intermediarios
μεσάζων στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermittler, medium, Zwischenhändler, Mittelsmann, Mittels
μεσάζων στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agent, intermédiaire, médiateur, intermédiaires, d'intermédiaire, un intermédiaire
μεσάζων στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tramite, paciere, intermediario, mediatore, intermediari, intermediazione, di intermediazione
μεσάζων στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intermediário, atravessador, intermediários, middleman, intermediária
μεσάζων στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tussenpersoon, bemiddelaar, tussenhandelaar, tussenpersonen, bemiddelaar bereikt
μεσάζων στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
промежуточный, посредничество, средство, посреднический, посредник, посредником, посредника, перекупщик
μεσάζων στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mellommann, mellomledd, mellom, mellommannen
μεσάζων στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mellanhand, mellan, mellanhänder, mellanhanden, mellanman
μεσάζων στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sovittelija, välittäjä, välikäsi, välikäsiä, välittäjänä, middleman
μεσάζων στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mellemmand, mellemled, mellemhandler, mellemmanden
μεσάζων στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostředník, zprostředkující, zprostředkovatel, překupník, zprostředkování, prostředníkem
μεσάζων στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pośrednik, pośredni, pośrednictwo, pośrednika, pośrednikiem, middleman
μεσάζων στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közvetítő, közvetítőt, közvetítõ, a közvetítő
μεσάζων στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aracı, middleman, bir aracı, aracıyım, komisyoncu
μεσάζων στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посередники, посередник, посредник, посередника
μεσάζων στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërmjetës, ndërmjetës i, Ndërmjetësuesit, Ndërmjetësuesi
μεσάζων στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, посредническа
μεσάζων στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасярэднік, пасрэднік, пасроднік
μεσάζων στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahendaja, vahendav, käsi, middleman, vahe käsi
μεσάζων στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posrednik, posredni, posrednika, preprodavač
μεσάζων στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
milliliður, er milliliður, milligöngumađur
μεσάζων στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarpininkas, biurai tarpininkavimo, tarpinė grandis, komisionierius
μεσάζων στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
starpnieks, starpniekam
μεσάζων στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посредникот, посредник, посредниците
μεσάζων στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intermediar, intermediari, de intermediar, mijlocitor, intermediarul
μεσάζων στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posrednik, prekupčevalec
μεσάζων στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprostredkovateľ, prostredník, prostriedok, sprostredkovateľa, mediátor
Τυχαίες λέξεις