Þvo στα ελληνικά

Μετάφραση: þvo, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Þvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • þurr στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
  • þurs στα ελληνικά - γίγαντας, βλάκας, Giant, Γιγαντιαίο, γίγαντα, Γιγαντιαία
  • því στα ελληνικά - διότι, γιατί, ο, η, το, την, της
  • þykja στα ελληνικά - αισθάνομαι, νιώθω, υφή, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, ...
Τυχαίες λέξεις
Þvo στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος