Λέξη: επάρκεια

Σχετικές λέξεις: επάρκεια

επάρκεια διδασκαλίας γερμανικής γλώσσας, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency msu, επάρκεια προσόντων διδασκαλίασ ξένησ γλώσσασ, επάρκεια msu, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency 2014, επάρκεια english, επάρκεια και άδεια διδασκαλίας αγγλικών, επάρκεια συνώνυμα, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών 2013, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency

Συνώνυμα: επάρκεια

καταλληλότητα, αρμοδιότητα, ικανότητα, εισόδημα, ικανότης

Μεταφράσεις: επάρκεια

επάρκεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adequacy, sufficiency, competence, adequate, adequacy of

επάρκεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adecuación, suficiencia, idoneidad, la adecuación, adecuación de

επάρκεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angemessenheit, Angemessenheit, Eignung, Ausstattung, Angemessenheits, die Angemessenheit

επάρκεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convenance, adéquation, pertinence, adéquat, caractère adéquat, suffisance

επάρκεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adeguatezza, sull'adeguatezza, l'adeguatezza, all'adeguatezza, dell'adeguatezza

επάρκεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adequação, de adequação, adequação de, a adequação, suficiência

επάρκεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toereikendheid, adequaatheid, geschiktheid, adequaat, de toereikendheid

επάρκεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
адекватность, достаточность, компетентность, соразмерность, соответствие, достаточности, адекватности

επάρκεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilstrekkelighet, tilstrekkelig, dekningen, tilstrekkeligheten, dekning

επάρκεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillräcklighet, tillräckliga, lämplighet, täckningen, adekvat

επάρκεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pätevyys, riittävyys, riittävyyttä, riittävyydestä, riittävyyden, asianmukaisuutta

επάρκεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilstrækkelighed, tilstrækkelige, tilstrækkeligheden, kravene, tilstrækkelig

επάρκεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přiměřenost, přiměřenosti, adekvátnost, dostatečnost, vhodnost

επάρκεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trafność, odpowiedniość, dostateczność, właściwość, adekwatność, pełność, stosowność, adekwatności, wypłacalności

επάρκεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfelelés, megfelelőségét, megfelelőségi, megfelelőségének, megfelelősége

επάρκεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeterlik, yeterliliği, yeterlilik, yeterliliği standart, yeterlili¤i

επάρκεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідність, домірність, достатність, адекватність, співвідношення

επάρκεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjaftueshmëri, mjaftueshmërisë, i mjaftueshmërisë, i mjaftueshmërisë së, mjaftueshmëria

επάρκεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адекватност, адекватността, адекватност на, адекватността на, съответствие

επάρκεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адэкватнасць, адэкватнасьць

επάρκεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piisavus, adekvaatsus, adekvaatsuse, piisavuse, piisavust

επάρκεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stručnjak, upućen, stručan, sljedbenik, umješan, adekvatnost, adekvatnosti, prikladnost, primjerenost, adekvatnosti jamstvenoga

επάρκεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullnægjandi, séu fullnægjandi, fullnægjandi vernd, full- nægjandi, á fullnægjandi

επάρκεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakankamumas, adekvatumas, pakankamumo, tinkamumas, tinkamumą

επάρκεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbilstība, piemērotība, pietiekamības, pietiekamība, atbilstību

επάρκεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
адекватноста, адекватноста на, адекватност на, адекватност, соодветноста

επάρκεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adecvarea, adecvare, adecvare a, de adecvare, de adecvare a

επάρκεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustreznost, ustreznosti, primernost, primernosti, zadostnosti

επάρκεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
primeranosť, primeranosti, proporcionalitu, vhodnosť, proporcionalita

Στατιστικά δημοτικότητας: επάρκεια

Τυχαίες λέξεις