Λέξη: χρονιά

Σχετικές λέξεις: χρονιά

χρονιά αλόγου, χρονιά του αλόγου 2014, χρονιά του αλόγου, χρονιά καβάφη, χρονιά πολλα, χρονιά του φιδιού 2013, χρονιά του φιδιού, χρονιά του δράκου, χρονιά με τα δεκατρία φεγγάρια, χρονιά του δράκου 2012, καλή χρονιά

Μεταφράσεις: χρονιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
year, season, year of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
año, el año, ejercicio, del año
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jahrgang, jahr, Jahr, Jahres
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
an, année, ans, l'année
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anno, annata, dell'anno, anni, l'anno, all'anno
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bocejo, ano, exercício, ano de, campanha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
год, година, году, года, годом, лет
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
år, året, års, i år
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
årtal, år, året, årets, års
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuotta, vuonna, vuosi, vuoden, vuodessa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
år, året, års, årets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rok, roce, roku, rokem, ročně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rok, rocznik, roku, na rok, rocznie, rokiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
év, évben, évre, évi, évvel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sene, yıl, yıllık, yıl süreli, yılı, yılın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
козеня, рік, року, год
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
viti, vit, mot, vitin, vitin e, vitit të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
година, годишно, годината, годишен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
год
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aasta, aastal, aastas, aastaks, aastat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljeto, godine, godini, godina, godinu, Godina, godišnje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ártal, árgangur, ár, ári, ára, árið, fyrra
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
annus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metai, metų, metais, m, metus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gads, gadu, gadā, gada, gadus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
годината, година, години, годишно, годинава
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
an, anul, ani, anului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rok, ročník, leto, letnik, letos, letno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rok, ročník, vlani, roku, roka, ročne, roky

Στατιστικά δημοτικότητας: χρονιά

Τυχαίες λέξεις