Díki στα ελληνικά

Μετάφραση: díki, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαντάκι, τάφρος, βάλτος, κέλυφος, Slough, νεκρωμένου ιστού, τέλμα της αποθάρρυνσης
Díki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dæma στα ελληνικά - καταδίκη, καταδικάζω, δικάζω, κριτής, πρόταση, δικαστής, δικαστή, ...
  • dæmi στα ελληνικά - παράδειγμα, υπόδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος χάριν
  • dís στα ελληνικά - νεράιδα, θεά, Dis, του DIS, ϋίδ, το DIS
  • dívan στα ελληνικά - καναπές, ανάκλιντρο, ντιβάνι, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ...
Τυχαίες λέξεις
Díki στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαντάκι, τάφρος, βάλτος, κέλυφος, Slough, νεκρωμένου ιστού, τέλμα της αποθάρρυνσης