Λέξη: αλεξίπτωτο
Σχετικές λέξεις: αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο blogspot, αλεξίπτωτο στιχοι, αλεξίπτωτο πλαγιάς αθήνα, αλεξίπτωτο αγορά, αλεξίπτωτο ονειροκρίτης, αλεξίπτωτο πλαγιάς, αλεξίπτωτο ψυχοκινητικής, αλεξίπτωτο η αγάπη μας, αλεξίπτωτο πλαγιάς θεσσαλονίκη, αλεξίπτωτο θαλάσσης
Συνώνυμα: αλεξίπτωτο
υδατόπτωση, αύλαξ, κατωφερής σκάφη, τσουλήθρα
Μεταφράσεις: αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parachute, chute, glider, parachuting, parasailing
αλεξίπτωτο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paracaídas, de paracaídas, paracaídas de, del paracaídas, en paracaídas
αλεξίπτωτο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fallschirm, Fallschirm, Schirm, parachute
αλεξίπτωτο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parachuter, parachute, en parachute, parachutistes, parachutes, parachutisme
αλεξίπτωτο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paracadute, parachute, il paracadute, paracadute di, di paracadute
αλεξίπτωτο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pára-quedas, papel, paraquedas, parachute, pára quedas
αλεξίπτωτο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
valscherm, parachute, springscherm, parachute te
αλεξίπτωτο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парашют, парашютист, парашютом, с парашютом, парашюта, парашютная
αλεξίπτωτο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fallskjerm, fallskjermen, parachute
αλεξίπτωτο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fallskärm, fallskärmen, hoppa fallskärm, fallskärms, parachute
αλεξίπτωτο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskuvarjo, laskuvarjon, parachute, laskuvarjoa, laskuvarjolla
αλεξίπτωτο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
faldskærm, faldskærmen, parachute
αλεξίπτωτο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
padák, padáku, padákem, seskok, seskoky
αλεξίπτωτο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spadochron, spadochronowy, spadochronu, parachute, spadochronem
αλεξίπτωτο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ejtőernyő, ejtőernyős, ejtőernyőt, ejtőernyővel
αλεξίπτωτο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paraşüt, Parachute, paraşüt ile, paraşütle, paraşütü
αλεξίπτωτο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парашут, парашутний, парашют
αλεξίπτωτο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parashutë, parashutës, me parashutë, parashute, parashuta
αλεξίπτωτο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парашут, парашута, парашутни, парашутна, с парашут
αλεξίπτωτο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парашут
αλεξίπτωτο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
langevari, langevarju, langevarjuga, päästelangevarjusüsteemiga, langevarjuhüpete
αλεξίπτωτο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
padobran, padobranskog, padobranom, padobrana, s padobranom, padobranskom
αλεξίπτωτο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fallhlíf
αλεξίπτωτο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parašiutas, parašiutu, su parašiutu, parašiutų, parašiutą
αλεξίπτωτο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpletnis, izpletni, izpletņu, izpletņa, parachute
αλεξίπτωτο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
падобранот, падобран, со падобран, падобрани
αλεξίπτωτο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
paraşută, parașută, parasuta, parașuta, cu parasuta, cu parașuta
αλεξίπτωτο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
padalo, s padalom, padalom, padala, parachute
αλεξίπτωτο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
padák
Τυχαίες λέξεις