Eingöngu στα ελληνικά

Μετάφραση: eingöngu, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
Eingöngu στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • einfaldur στα ελληνικά - απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
  • einfalt στα ελληνικά - μόνος, μονός, ανύπαντρος, μονόκλινος, απλός, απλούς, απλή, ...
  • einhleypur στα ελληνικά - μονόκλινος, μόνος, μονός, ανύπαντρος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ...
  • einhver στα ελληνικά - μερικός, λίγοι, κάποιος, μερικοί, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Eingöngu στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για