Læti στα ελληνικά
Μετάφραση: læti, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστάτωση, φασαρία, σάλος, αναταραχή, ταραχή, πανικός, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- læra στα ελληνικά - μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
- læri στα ελληνικά - μηρός, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
- læðast στα ελληνικά - κόλακας, σέρνομαι, έρπω, κοτσάνι, μίσχο, μίσχος, μίσχου, ...
- líf στα ελληνικά - ισόβιος, βίος, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Τυχαίες λέξεις
Læti στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστάτωση, φασαρία, σάλος, αναταραχή, ταραχή, πανικός, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
Μεταφράσεις: αναστάτωση, φασαρία, σάλος, αναταραχή, ταραχή, πανικός, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός