Αναταραχή στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναταραχή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, ólgu, ólga, órói, óróa, óróleika
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναταραχή
αναταραχή σε δημοτικό σχολείο, αναταραχή συνώνυμο, αναταραχή φύλου, αναταραχή αγγλικά, αναταραχή στις τράπεζες – καταθέτες τραβάνε χρήματα, αναταραχή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναταραχή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανασχηματισμός στα ισλανδικά - endurbót, endurbæta, stokka
- ανατέλλω στα ισλανδικά - hækka, anatello
- ανατολή στα ισλανδικά - austur, East, austan, Austurlöndum, austurs
- ανατολίτικος στα ισλανδικά - Oriental, orientalsk, Austurlandabúinn
Τυχαίες λέξεις
Αναταραχή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: læti, ólgu, ólga, órói, óróa, óróleika
Μεταφράσεις: læti, ólgu, ólga, órói, óróa, óróleika