Máti στα ελληνικά

Μετάφραση: máti, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόπος, λειτουργία, κατάσταση, λειτουργίας, τρόπο λειτουργίας
Máti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mánuður στα ελληνικά - μήνας, Μήνα, μηνός, το μήνα, μήνα που
  • mása στα ελληνικά - λαχανιάζω, έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
  • máttur στα ελληνικά - μπορούσα, δύναμη, ισχύς, εξουσία, ισχύος, ισχύ
  • mávur στα ελληνικά - γλάρος, έγχρωμος, Χρωματιστά, Έγχρωμο, Χρωματισμένα, Χρωματιστές
Τυχαίες λέξεις
Máti στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόπος, λειτουργία, κατάσταση, λειτουργίας, τρόπο λειτουργίας