Λέξη: γραφή

Σχετικές λέξεις: γραφή

γραφή η μνήμη των ανθρώπων δ τάξη, γραφή μπράιγ, γραφή παρανόμων, γραφή αριθμών, γραφή braille, γραφή braille θεσσαλονικη, γραφή braille στον υπολογιστή, γραφή τυφλών, γραφή η μνήμη των ανθρώπων, γραφή braille μορια, δημιουργική γραφή, αγία γραφή

Συνώνυμα: γραφή

χέρι, χειρ, δείκτης ωρολόγιου, εργάτης, ένταλμα, δικαστικό έγγραφο, πτερό, πέννα, στυλ, ύφος, συρμός, τρόπος, λεκτικό, χειρόγραφο, καλλιγραφικά στοιχεία, πρωτότυπο, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, σύνθεση, αναγραφή

Μεταφράσεις: γραφή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
writing, script, scripture, style, write
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escritura, escrito, por escrito, la escritura, escribir
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
urheberschaft, schriftzug, schreibend, schreiben, schrift, druckend, Schreiben, Schrift, schriftlich, Schreib
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
feuille, écrivant, papier, charte, diplôme, écriture, rédaction, acte, écrit, ouvrage, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scrittura, iscritto, per iscritto, scrivere, scritta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escrita, escrito, escrever, por escrito, de escrita
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geschrift, schriftuur, schrift, schrijf-, schriftelijk, schrijven
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
письмо, документ, письма, Писательское, письменный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndskrift, skriving, skriftlig, skrive, å skrive
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skrift, skrivning, skrivande, skriftligen, skriftligt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kertomus, laatiminen, aine, kirjallisuus, kirjoittaminen, kirjallisesti, kirjallinen, kirjoittamista, kirjallisena
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrift, håndskrift, skrivning, skriftligt, skriftlig, skrive, skriftlige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dílo, dokument, písmo, napsaný, rukopis, psaní, listina, zápis, zápisu, písemně, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pisanie, pismo, pisania, piśmie, writing
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
irat, írásmód, írás, írásban, írásbeli, írásos, írási
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yazı, yazma, yazım, yazılı, yazımı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корчитися, лист, листа
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkrim, shkrimi, me shkrim, shkruarit, shkrimit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
писане, писмен, писмено, писмена форма, писмен вид
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліст, пісьмо
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirjatöö, kiri, kirjutamine, kirjalikult, kirjaliku, kirjutamise, kirjalik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pismeno, upisivanje, zapis, pisanje, pisanja, pisanju, pismo, za pisanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrifa, Ritun, að skrifa, skriflega, skriftir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raštas, rašymas, rašymo, raštu, tekstų rašymas, rašyti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
raksts, rakstīšana, Writing, rakstiski, rakstīšanas, rakstot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пишување, писмена форма, пишувањето, писмено, пишување на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scriere, scris, de scriere, scrierea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
listina, dokument, pisanje, pisanju, pisanja, pisalni, za pisanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rukopis, paní, listina, písanie, dokument, písania, písaní, pridať, písaniu

Στατιστικά δημοτικότητας: γραφή

Τυχαίες λέξεις