Tómlæti στα ελληνικά

Μετάφραση: tómlæti, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροχάλα, αδιαφορία, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας
Tómlæti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tómati στα ελληνικά - ντομάτα, ντομάτας, τομάτας, τομάτα, τομάτες
  • tómur στα ελληνικά - άδειος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
  • tónleikur στα ελληνικά - συναυλία, Συναυλίες, συναυλιών, Concerts, τις συναυλίες, κονσέρτα
Τυχαίες λέξεις
Tómlæti στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροχάλα, αδιαφορία, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας