Καθυστέρηση στα αγγλικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hold-up, delay, delayed, retardation, lag, delay in
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καθυστέρηση
lag
- καθυστέρηση
- κατάδικος
- επιπορεία
- καθυστέρηση
- αναβολή
- αργοπορία
- επιβράδυνση
- χρονοτριβή
- καθυστέρηση
- επιβράδυνση
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, καθυστέρηση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα αγγλικά - decisive, determinant, determinative, determining, key
- καθρέφτης στα αγγλικά - mirror, a mirror, up mirror, mirror of, Cosmetic mirror
- καθυστερημένος στα αγγλικά - tardy, backward, retarded, late, belated, overdue, behindhand
- καθυστερούμενα στα αγγλικά - arrears, backlog, overdue, external arrears, in arrears
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: hold-up, delay, delayed, retardation, lag, delay in
Μεταφράσεις: hold-up, delay, delayed, retardation, lag, delay in