Um στα ελληνικά

Μετάφραση: um, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περί, για, περίπου, γύρω, σχετικά με, σχετικά, για το
Um στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tún στα ελληνικά - πεδίο, χωράφι, τομέας, Homestead, πατρικό, το αγροτικό σπίτι, αγροικία, ...
  • týnast στα ελληνικά - χάνομαι, χαμένος, χάσει, έχασε, χάσει την, χαθεί
  • umboðsmaður στα ελληνικά - μεσίτης, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
  • umhverfis στα ελληνικά - για, περί, περίπου, γύρω, γύρω από, όλο, σε όλο
Τυχαίες λέξεις
Um στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περί, για, περίπου, γύρω, σχετικά με, σχετικά, για το