Vik στα ελληνικά

Μετάφραση: vik, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, σκύβω, στροφή, καμπυλώνεται, δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες
Vik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • veðurlag στα ελληνικά - κλίμα, ειδών τις καιρικές συνθήκες, τις καιρικές συνθήκες, είδη καιρού, τα είδη καιρού, τους καιρούς
  • vigt στα ελληνικά - βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
  • vika στα ελληνικά - εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
  • vilja στα ελληνικά - διαθήκη, ανάγκη, έλλειψη, προαίρεση, θέληση, θέλω, θα, ...
Τυχαίες λέξεις
Vik στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, σκύβω, στροφή, καμπυλώνεται, δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες