Λέξη: εγκλείω

Συνώνυμα: εγκλείω

γράφω, μανδρίζω, πιάνω, μαντρώνω, θέτω σε θήκη, περιτειχίζω, φυλακίζω, περιορίζω, περικλείω, περιβάλλω, επισυνάπτω, κατάσχω, εσωκλείω

Μεταφράσεις: εγκλείω

εγκλείω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
encapsulate, encase, impound, enclose, corral, coop

εγκλείω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encerrar, revestir, EnCase, de EnCase, encajona

εγκλείω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umhüllen, EnCase, einhüllen, ummanteln

εγκλείω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condenser, enfermer, emboîter, EnCase, envelopper, EnCase®

εγκλείω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
racchiudere, EnCase, incassa, incassare, rivestire

εγκλείω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encaixotar, EnCase, encerre, o EnCase, encerram

εγκλείω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omsluiten, encase, zet je, steken in

εγκλείω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инкапсулировать, закрывать, EnCase, обеспечение EnCase

εγκλείω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
encase, omrammer, seg omslutter

εγκλείω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
encase, inlägga

εγκλείω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koteloida, EnCase

εγκλείω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
encase

εγκλείω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhustit, obalit, dát do sádry

εγκλείω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kondensować, zamykać, obejmować, kapsułkować, hermetyzować, obramować, oblec, encase, zamknąć w futerale

εγκλείω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befoglal, EnCase, beládáz, tokba zár, i EnCase

εγκλείω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örtmek, encase, kapamak, sandığa koymak

εγκλείω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закривати, заплющувати, закриватимуть, зачиняти, закриватиме

εγκλείω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbështjell, fut në kuti, ambalazhoj, mbyll

εγκλείω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покривам, Кутия, заграждам с дъски, изливам в кофраж, обвивам

εγκλείω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закрываць, зачыняць, заплюшчваць, закрывать

εγκλείω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kapseldama, kapseldada, kastiga, kastiga varustama, kastidesse pakkima

εγκλείω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obložiti, spakirati

εγκλείω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
encase

εγκλείω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aptaisyti, dėti, Pakuojama, pakuoti, Obec

εγκλείω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ielikt kastē, iesaiņot

εγκλείω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
покривам

εγκλείω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
așeza, EnCase, împacheta, înveli

εγκλείω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
encase

εγκλείω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obaliť, zabaliť, obalit, zabaliť do, nádoby obalené
Τυχαίες λέξεις