Acomodado στα ελληνικά
Μετάφραση: acomodado, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος, στεγάζονται, στεγάζεται, φιλοξενούνται, φιλοξενηθούν, φιλοξενηθεί
Μεταφράσεις
- acometer στα ελληνικά - επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επιδρομή, επίθεση, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, ...
- acometida στα ελληνικά - επιτίθεμαι, επίθεση, επιδρομή, επιθετικότητα, αρχή, βιασύνη, Rush, ...
- acomodador στα ελληνικά - μεσίτης, μεσάζων, συνοδός, εισάγω, Usher, κλητήρα, κλητήρας
- acomodar στα ελληνικά - διασκευάζω, ρυθμίζω, στεγάζω, μέρος, καταλύω, εξυπηρετώ, τοποθετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Acomodado στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος, στεγάζονται, στεγάζεται, φιλοξενούνται, φιλοξενηθούν, φιλοξενηθεί
Μεταφράσεις: ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος, στεγάζονται, στεγάζεται, φιλοξενούνται, φιλοξενηθούν, φιλοξενηθεί