Ευκατάστατος στα ισπανικά

Μετάφραση: ευκατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acomodado, acaudalado, pudiente, adinerado, caudaloso, bien fuera, pudientes, acomodada, bien fuera de, acomodados
Ευκατάστατος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος συνώνυμο, ευκατάστατος λεξικό γλώσσας ισπανικά, ευκατάστατος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ευκαιρία στα ισπανικά - casual, azar, incidental, fortuito, acaso, suerte, accidental, ...
  • ευκαμψία στα ισπανικά - flexibilidad, la flexibilidad, flexibilidad de, de flexibilidad, una flexibilidad
  • ευκολία στα ισπανικά - facilidad, destreza, agilidad, aliviar, facilitar, la facilidad, facilitar la
  • ευκολόπιστος στα ισπανικά - crédulo, efkolopistos
Τυχαίες λέξεις
Ευκατάστατος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: acomodado, acaudalado, pudiente, adinerado, caudaloso, bien fuera, pudientes, acomodada, bien fuera de, acomodados