Adhesivo στα ελληνικά

Μετάφραση: adhesivo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
Adhesivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adherencia στα ελληνικά - εμμονή, προσκόλληση, τήρηση, την τήρηση, τήρησης, προσήλωση
  • adherir στα ελληνικά - χώνω, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
  • adhesión στα ελληνικά - εμμονή, προσκόλληση, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
  • adicción στα ελληνικά - εθισμός, εθισμό, εθισμού, τον εθισμό, ο εθισμός
Τυχαίες λέξεις
Adhesivo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας