Λέξη: αλέτρι
Σχετικές λέξεις: αλέτρι
αλέτρι και άστρα, ξύλινο αλέτρι, αλέτρι φωτογραφία, αλέτρι kverneland, άροτρο αλέτρι, αλέτρι βικιπαιδεια, φρουταρία αλέτρι, το αλέτρι, αλέτρι μεταχειρισμένα
Συνώνυμα: αλέτρι
άροτρο
Μεταφράσεις: αλέτρι
αλέτρι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plough, plow, Conventional plows, plows, the plow, a plow
αλέτρι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arar, surcar, arado, arado de, del arado, de arado, el arado
αλέτρι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflügen, pflug, Pflug, Pfluges
αλέτρι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
labourer, charrue, la charrue, chasse, labour
αλέτρι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arare, aratro, dell'aratro, modelli di aratri, all'aratro, l'aratro
αλέτρι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arar, lote, urdir, arado, charrua, arado de, plough, guilhotina
αλέτρι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omploegen, ploeg, doorploegen, ploegen, plough, plow
αλέτρι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запахать, вспахивать, сошник, взрывать, бороздить, пропахивать, пашня, снегоочиститель, плуг, струг, пахать, запахивать, токосниматель, плуга, плугом, плуги
αλέτρι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pløye, plog, plogen, plough
αλέτρι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plog, plöja, plogen
αλέτρι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarpoa, aurata, aura, auran, plow, plough
αλέτρι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough
αλέτρι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zorat, orat, pluh, zbrázdit, brázdit, kypřiče, pluhu, pluhy, hoblíku
αλέτρι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pług, oblać, orać, przeorać, zaorać, plow, pługa, plough, pługiem
αλέτρι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szántás, eke, ekét, plough, plow
αλέτρι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pulluk, kulaklı pulluk, saban, plough, temizleyici
αλέτρι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зйомка, плуг, плуга
αλέτρι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëroj, çan, plug, borëheqëse, rrëzim, kridhem
αλέτρι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плуг, рало, плуга, на плуга, плужно
αλέτρι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
араць, плуг
αλέτρι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ader, kündma, plough, adra, adra külge
αλέτρι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brazdati, parati, plug, sjeći, orati, ralo, oranica
αλέτρι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
plóg, ruddi götuna
αλέτρι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arti, plūgas, arimas, sniego valytuvas, irtis, skintis kelią
αλέτρι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
art, arkls, plow, šķūre, plow Informējiet
αλέτρι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плуг, ралото, орање, плугот, ораат
αλέτρι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plug, cultivator, pluguri, plough, plugul
αλέτρι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zorat, orat, plug, pluga, plough, plow, plug obračalni
αλέτρι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pluh, pluhy