Aislamiento στα ελληνικά
Μετάφραση: aislamiento, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχωρισμός, χωρισμός, αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Μεταφράσεις
- aislado στα ελληνικά - απομονωμένος, απομονωμένες, απομονωμένο, απομονώνονται, απομονωμένη
- aislador στα ελληνικά - μονωτικό, μονωτής, μονωτήρα, μονωτή, μονωτικό υλικό
- aislante στα ελληνικά - μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονώσεως, μονωτικά
- aislar στα ελληνικά - απομονώνω, διαχωρίζω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Τυχαίες λέξεις
Aislamiento στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχωρισμός, χωρισμός, αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Μεταφράσεις: διαχωρισμός, χωρισμός, αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση