Λέξη: αλαζονικός

Σχετικές λέξεις: αλαζονικός

αλαζονικός βικιλεξικο, αλαζονικός λεξικο, αλαζονικός σημαινει, αλαζονικός σαν, αλαζονικόσ και καχύποπτοσ, αλαζονικός συνώνυμα

Συνώνυμα: αλαζονικός

αγέρωχος, υπεροπτικός, αλαζών, ακατάδεχτος, αυθάδης, ματαιόδοξος, φαντασμένος, επηρμένος, ξιπασμένος, θρασύς, παράτολμος

Μεταφράσεις: αλαζονικός

αλαζονικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
imperious, arrogant, conceited, presumptuous, haughty, an arrogant

αλαζονικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soberbio, altanero, arrogante, imperioso, altivo, arrogantes, arrogancia, prepotente

αλαζονικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anmaßend, gebieterisch, hochmütig, befehlshaberisch, überheblich, eingebildet, arrogant, herrisch, eitel, arrogante, arroganten, arroganter

αλαζονικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rogue, suffisant, arrogant, impérieux, hautain, fat, vain, glorieux, vaniteux, autoritaire, altier, arrogante, arrogants, arrogance, orgueilleux

αλαζονικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altezzoso, imperioso, arrogante, arroganti, prepotente, superbo

αλαζονικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrogante, impertinente, ufano, soberbo, altivo, arrogantes, arrogância, orgulhoso

αλαζονικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelfbewust, ijdel, arrogant, onbescheiden, aanmatigend, verwaand, laatdunkend, hautain, verwaten, nietig, onbelangrijk, arrogante

αλαζονικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тщеславный, могущественный, настоятельный, вызывающий, внимательный, самолюбивый, могучий, спесивый, чванливый, начальнический, самодовольный, надменный, категорический, самонадеянный, мощный, заносчивый, высокомерный, высокомерным, высокомерно, высокомерны, высокомерен

αλαζονικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hoven, arrogant, arrogante

αλαζονικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spotsk, arroganta, arrogant

αλαζονικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kopea, korskea, yliolkainen, ylpeä, leuhka, röyhkeä, nokkava, ylenkatseellinen, pöyhkeä, ylimielinen, ylimielisiä, ylimielistä, ylimielisen

αλαζονικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfængelig, arrogant, arrogante, hovmodige

αλαζονικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domýšlivý, hrdý, panovačný, marnivý, ješitný, velitelský, arogantní, drzý, nadutý, arogantně, arogantním, arogantního

αλαζονικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pyszałkowaty, zarozumiały, pochlebny, naglący, próżny, arogancki, butny, władczy, aroganccy, aroganckie, aroganckim, arogancka

αλαζονικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fennhéjazó, arrogáns, öntelt, arrogánsnak, arrogánsak

αλαζονικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kibirli, küstah, arrogant, kibirli bir

αλαζονικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зарозумілий, бундючний, зухвалий, імперіалістичний, пихатий, гордовитий, зарозуміла, зверхній

αλαζονικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arrogant, arrogante, arrogantë, kryelartë, mendjemadh

αλαζονικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арогантна, арогантен, арогантно, арогантни, арогантния

αλαζονικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагардлівы, напышлівы, высокомерно, высакамерны, фанабэра

αλαζονικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrk, käskiv, ülbe, ülbed, jultunud, üleolev, üleolevast

αλαζονικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ohol, zapovijedan, arogantan, drzak, nabusit, zapovjednički, nadut, osoran, uobražen, arogantni, arogantno, arogantna, bahati

αλαζονικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrokafullur, framur, hrokafullir, hrokafullt, hrokafull, hrokafullu

αλαζονικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ferox

αλαζονικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arogantiškas, arogantiški, arogantiška, arogantiškai, išdidus

αλαζονικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augstprātīgs, iedomīgs, augstprātīgi, augstprātīga, arrogant

αλαζονικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
арогантен, арогантна, арогантни, арогантно, арогантните

αλαζονικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orgolios, arogant, arogantă, aroganți, de arogant, aroganta

αλαζονικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arogantní, aroganten, arogantno, arogantna, arogantni, arrogant

αλαζονικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povýšený, arogantní, panovačný, arogantný, arogantné, arogantná, arogantnej
Τυχαίες λέξεις