Autonomía στα ελληνικά
Μετάφραση: autonomía, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automático στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
- automóvil στα ελληνικά - όχημα, αυτοκίνητο, κούρσα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
- autopista στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομου, αυτοκινητόδρομων
- autor στα ελληνικά - συγγραφέας, δημιουργός, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
Τυχαίες λέξεις
Autonomía στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
Μεταφράσεις: αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία