Αυτονομία στα ισπανικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autonomía, la autonomía, autonomía de, de autonomía
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας ισπανικά, αυτονομία στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα ισπανικά - automatización, la automatización, de automatización, automatización de, la automatización de
- αυτοματοποιώ στα ισπανικά - Automatiza, Automatiza la, autómatas, Automatiza el, automates
- αυτοπεποίθηση στα ισπανικά - confianza, confidencia, la confianza, de confianza, confianza de, confianza del
- αυτοσχεδιάζω στα ισπανικά - improvisar, improvisación, de improvisar, improvise, improvisa
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: autonomía, la autonomía, autonomía de, de autonomía
Μεταφράσεις: autonomía, la autonomía, autonomía de, de autonomía