Beato στα ελληνικά

Μετάφραση: beato, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευσεβής, ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
Beato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beatificar στα ελληνικά - μακαρίζω
  • beatitud στα ελληνικά - ευδαιμονία, ευδαιμονίας, ευτυχία, ευτυχίας, μακαριότητα
  • bebedor στα ελληνικά - μεθυσμένος, φέσι, πίνων, παρέα, πότης, πότη, ποτίστρας
  • beber στα ελληνικά - ποτό, πίνω, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
Τυχαίες λέξεις
Beato στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευσεβής, ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα