Beneficiar στα ελληνικά

Μετάφραση: beneficiar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλώνω, καλλιεργώ, αυξάνομαι, σκαλίζω, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
Beneficiar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bendición στα ελληνικά - ευλογία, την ευλογία, ευλογίες, ευλογίας, ευχή
  • beneficencia στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, φιλανθρωπική οργάνωση
  • beneficio στα ελληνικά - κέρδος, απολαβή, ωφέλεια, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, ...
  • beneficioso στα ελληνικά - επωφελής, ωφέλιμος, ευεργετικός, ευεργετική, ευεργετικές, ευεργετικά
Τυχαίες λέξεις
Beneficiar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, καλλιεργώ, αυξάνομαι, σκαλίζω, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή