Cansado στα ελληνικά

Μετάφραση: cansado, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληκτικός, ανιαρός, κουρασμένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Cansado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • canoso στα ελληνικά - γκρίζος, φαιός, σεβάσμιος, γηραιός, γκρίζο, υπόλευκος, πανάρχαιος
  • cansancio στα ελληνικά - κόπωση, οκνηρία, βαρεμάρα, κόπος, κούραση, κόπωσης, κούρασης, ...
  • cansar στα ελληνικά - κουρασμένος, πλήττω, εξαντλημένος, εξαντλώ, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Cansado στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληκτικός, ανιαρός, κουρασμένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα