Λέξη: υνί

Σχετικές λέξεις: υνί

άροτρο υνί, υνί αρότρου, υνί πιρούνι, το υνί

Συνώνυμα: υνί

μερίδιο, μετοχή, μέρος ποσοστό, μερίδα, μετοχή χρηματιστηρίου

Μεταφράσεις: υνί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ploughshare, Coulter, plow, plow share
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reja, reja del arado, arado, reja de arado, rejilla de arado
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflugschar, Pflugschar, Pflug, Schar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soc, soc de charrue, charrue, socs, de soc
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vomere, aratro, vomeri, vomero, vomerino
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relha, arado, ploughshare, relha de arado, aletas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ploegschaar, ploegijzer, kouter, ploegschaareenheid, ploeg-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лемех, орало, плужный лемех, сошник, плуг
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plog, plogskjæret, plogskjær
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plogbill, plogbillen, ploughshare, plog
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
auranterä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plovskær, plovjern, plovskæret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
radlice
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lemiesz, lemiesz pługa, ploughshare
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ekevas, ekevaslapátos, ekevasas, ekevasat, hántolókéses
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saban demiri, pulluklu, saban, sabandemiri, saban tipi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оре, плуги, горлало, орало, рало
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лемеж, лемежа, за лемежа, палешник
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
орало
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
adrahõlm, ader, adratera, sahk, adraterale
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lemeš, ralo, raonik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ploughshare
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
noragas, Noraginė, Lemesis, Peilis valytuvo, žagrė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lemesis, lemeša
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ploughshare
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lame, cu lame, plug, brăzdar, Brăzdari
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ploughshare, lemež
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
radlice, radlica
Τυχαίες λέξεις