Cercenar στα ελληνικά
Μετάφραση: cercenar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό
Μεταφράσεις
- cercanía στα ελληνικά - εγγύτητα, εγγύτητας, την εγγύτητα, στενότητα, εγγύτητά
- cercar στα ελληνικά - πλαισίωση, πολιορκώ, πλαισιώνω, περικυκλώνω, φράκτης, φράχτη, φράκτη, ...
- cerco στα ελληνικά - στεφάνη, πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
- cerda στα ελληνικά - σπέρνω, ενσπείρω, χοιρομητέρα, χοιρομητέρας, γουρούνα, χοιρομητέρων, θηλυκός χοίρος
Τυχαίες λέξεις
Cercenar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό
Μεταφράσεις: περιορίζω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό