Λέξη: νεφρό
Σχετικές λέξεις: νεφρό
νεφρό πέτρα, νεφρό όγκος, νεφρό μόρφωμα, νεφρό wiki, νεφρό english, νεφρό ανατομία, νεφρό πόνος, νεφρό νερό, νεφρό συμπτώματα, νεφρό μετάφραση
Συνώνυμα: νεφρό
νεφρός
Μεταφράσεις: νεφρό
νεφρό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kidney, the kidney, kidney is
νεφρό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
riñón, renal, de riñón, riñones, del riñón
νεφρό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
niere, Niere, Nieren, Nieren-
νεφρό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rein, rognon, rénal, rénale, reins, les reins, des reins
νεφρό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rognone, rene, renale, reni, renali, del rene
νεφρό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rim, cabrito, miúdo, renal, rins, do rim, de rim
νεφρό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nier, nieren, de nieren, nier-
νεφρό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почка, характер, род, тип, почечный, почек, почки, почечная, почечной
νεφρό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nyre, nyrene, nyrer
νεφρό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
njure, njur, njuren, njurarna, njurar
νεφρό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
munuainen, munuaisten, munuaisen, munuais-, munuaisissa
νεφρό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyre, nyrerne, nyrer, nyren, nyre-
νεφρό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ledvina, ledvinka, ledvin, ledviny, ledvinové
νεφρό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nerka, cynaderka, rodzaj, cynadra, nerek, nerki, kidney, nerkach
νεφρό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vese, vese-, a vese, vesében, vesebetegségben
νεφρό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
böbrek
νεφρό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викрадення, нирка, брунька, нирки
νεφρό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veshkë, veshkave, veshka, të veshkave, e veshkave
νεφρό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бъбрек, бъбречна, бъбреците, бъбречно, бъбречни
νεφρό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нырка, почка, пупышка
νεφρό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
neer, neeru, neerude, neeru-, neerud
νεφρό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otmica, bubreg, bubrega, bubrežne, bubrezi, bubrežnih
νεφρό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýra, nýru, nýrum, nýrna-, nýrnastarfsemi
νεφρό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inkstas, inkstų, inkstai, inksto, inkstams
νεφρό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
niere, nieru, nieres, nierēm
νεφρό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бубрегот, бубрезите, бубрег, на бубрезите, оптеретува
νεφρό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rinichi, de rinichi, renale, renală, renala
νεφρό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ledvice, ledvic, ledvica, ledvicah, ledvična
νεφρό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oblička, ľadvina, obličky, obličku, ľadvinka
Στατιστικά δημοτικότητας: νεφρό
Τυχαίες λέξεις